ξηγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξηγώ (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του εξηγώ
- κάνω κάτι κατανοητό (σε κάποιον)
- παρέχω εξήγηση για κάτι, ερμηνεύω
- ※ Κυρά, μου λέει, ξέρεις να ξηγάς όνειρα; (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])