οίαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οίαξ < αρχαία ελληνική οἴαξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οίαξ αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) το δοιάκι, η λαγουδέρα, η λαβή του πηδαλίου
- (συνεκδοχικά) το πηδάλιο του πλοίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη οίακας