ογδοντάρηδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ογδοντάρηδες

  1. ογδοντάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ογδοντάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. ογδοντάρης, στην κλητική του πληθυντικού