οικτρώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικτρώς < αρχαία ελληνική οἰκτρῶς
Επίρρημα[επεξεργασία]
οικτρώς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικτρώς
|