οκτάντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκτάντας < λατ. octant- < octans, -ntis < octo < ελλην. οκτώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οκτάντας αρσενικό (πληθυντικός οκτάντες)
- όργανο που χρησιμεύει για τη μέτρηση της γωνιακής απόστασης μεταξύ δύο σημείων του χώρου
- Ο οκτάντας αποτελείται από μια σταθερή υλική γωνία 45 μοιρών (= 1/8 περιφέρειας κύκλου = 1 ογδοημόριο, από το οποίο πήρε και το όνομά του), από έναν περιστρεφόμενο βραχίονα μπροστά σε μια σταθερή άντυγα και ένα σύστημα κατόπτρων.