ομοιοκαταληχτώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ομοιοκαταληχτώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ομοιοκαταληχτώ
- άλλες μορφές: ομοιοκαταληκτώ
ομοιοκαταληχτώντας άκλιτο