ορθοστοίχως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοστοίχως < ορθόστοιχος + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
ορθοστοίχως
- (αρχαιοπρεπές) με ορθόστοιχο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοστοίχως
|