οριζοντιωθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

οριζοντιωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος οριζοντιώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οριζοντιώνομαι
  3. θα οριζοντιωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οριζοντιώνομαι