οσονούπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οσονούπω < αρχαία ελληνική ὅσον οὔπω («σύντομα, αμέσως», ὅσον γὰρ οὔπω δῆλος ἦν θάσσων ἄνω, Ευριπίδης, Βάκχαι, 1076)
Επίρρημα[επεξεργασία]
οσονούπω
- όπου να ‘ναι, σύντομα, σε λίγη ώρα, σε λίγο καιρό, σε λίγο, σε λιγάκι
- H υπάλληλος θα στείλει οσονούπω την αίτηση, αφού ολοκληρωθεί η επεξεργασία της.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οσονούπω
|