ουβερτούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουβερτούρα < γαλλική ouverture

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουβερτούρα θηλυκό

  • αυτόνομη μουσική σύνθεση που ακούγεται συνήθως πριν σηκωθεί η αυλαία, σε μία όπερα ή σε ένα ορατόριο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]