οἰκείως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οἰκείως < οἰκει- (οἰκεῖος) + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
οἰκείως
- φιλικά, με οικειότητα
- προσφιλώς, με τον δέοντα τρόπο