οἴδησον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

οἴδησον

  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική του ενεργητικού αορίστου του ρήματος οἰδέω