οὐσιαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οὐσιαστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οὐσιαστικός

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η λέξη έχει βρεθεί σε κείμενο της μεταγενέστερης ελληνικής αλλά η σημασία της παραμένει αμφίβολη