οὖλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε: ούλος, οὗλος, οὕλος, οὗλλος, ούλλος, οὖλος, οὖλον, -ουλός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

οὖλος < (κληρονομημένο) ιωνική διάλεκτος οὖλος, αρχαία ελληνική ὅλος → και δείτε τις παρατηρήσεις και τις Πηγές στο οὗλος

Επίθετο[επεξεργασία]

οὖλος

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

οὖλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὖλον (το ούλο) με μεταπλασμό κατάληξης -ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οὖλος ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

  • οὔλη (πληθυντικός ουδέτερου)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]




Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

οὖλος < ὅλος, με ... κατά τα ιωνικά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

οὖλος

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

οὖλος <

ζητούμενο λήμμα


Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

οὖλος <

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]