πάμπολλοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάμπολλοι < παμ- (παν-) + πολλοί (πληθυντικός του πολύς)

Επίθετο[επεξεργασία]

πάμπολλοι, -ες, -α (μόνο στον πληθυντικό)

  • πάρα πολλοί
πάμπολλοι είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι έφτασε η ώρα για ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το περιβάλλον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]