πάρτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάρτη < ιταλική parte

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάρτη θηλυκό

  1. εαυτός
  2. (ειδικότερα) προσωπικά συμφέροντα

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συνοδεύεται πάντα από προσωπική αντωνυμία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]