πάτρονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάτρονος < ιταλικά patrono (προστάτης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάτρονος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]