παγιδέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παγιδέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παγιδεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιδεύω
  3. θα παγιδέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιδεύω