παιανίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

παιανίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιανίζω
  2. θα παιανίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιανίζω