παλιόκρασο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιόκρασο ουδέτερο
- κρασί κακής ποιότητας
- μας υποσχέθηκαν ότι θα πιούμε ένα παλιό καλό κρασί, αλλά μας σέρβιραν ένα παλιόκρασο