παντίδει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

παντίδει άκλιτο

  • είναι εύκολο, βολεύει, υπάρχει άνεση
δε μου παντίδει να έρθω