παπαγάλισε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παπαγάλισε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παπαγαλίζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παπαγαλίζω