παρέπεφτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παρέπεφτα
- α’ ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος παραπέφτω (με τη σημασία: πέφτω κάπου και δεν με βρίσκουν)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- παραέπεφτα (με τη σημασία: πέφτω υπερβολικά)