παραγοντοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραγοντοποιούμαι, παθητική φωνή του παραγοντοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

παραγοντοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη παραγοντοποιώ