παραδόξως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραδόξως < παράδοξος
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραδόξως
- κατά παράδοξο τρόπο, για κάτι που φαίνεται παράδοξο
- Παραδόξως, σήμερα έχω καλή διάθεση.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραδόξως