παρατυπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρατυπώνω < παρα- + τυπώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παρατυπώνω

  1. τυπώνω λανθασμένα
  2. τυπώνω υπερβολικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]