παρενοχλούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρενοχλούμαι, παθητική φωνή του παρενοχλώ

Ρήμα[επεξεργασία]

παρενοχλούμαι

→ δείτε τη λέξη παρενοχλώ