παριστορέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παριστορέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
παριστορέω - παριστορῶ
- ζητώ να μάθω κάτι παρεμπιπτόντως
- διηγούμαι, παρατηρώ συμπτωματικά