παριστορέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παριστορέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

παριστορέω - παριστορῶ

  1. ζητώ να μάθω κάτι παρεμπιπτόντως
  2. διηγούμαι, παρατηρώ συμπτωματικά