παρομοιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]παρομοιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρομοιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρομοιάζω
- θα παρομοιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρομοιάζω