παρονομάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παρονομάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρονομάζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρονομάζομαι | παρονομαζόμουν(α) | θα παρονομάζομαι | να παρονομάζομαι | ||
β' ενικ. | παρονομάζεσαι | παρονομαζόσουν(α) | θα παρονομάζεσαι | να παρονομάζεσαι | (παρονομάζου) | |
γ' ενικ. | παρονομάζεται | παρονομαζόταν(ε) | θα παρονομάζεται | να παρονομάζεται | ||
α' πληθ. | παρονομαζόμαστε | παρονομαζόμαστε παρονομαζόμασταν |
θα παρονομαζόμαστε | να παρονομαζόμαστε | ||
β' πληθ. | παρονομάζεστε | παρονομαζόσαστε παρονομαζόσασταν |
θα παρονομάζεστε | να παρονομάζεστε | (παρονομάζεστε) | |
γ' πληθ. | παρονομάζονται | παρονομάζονταν παρονομαζόντουσαν |
θα παρονομάζονται | να παρονομάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρονομάστηκα | θα παρονομαστώ | να παρονομαστώ | παρονομαστεί | ||
β' ενικ. | παρονομάστηκες | θα παρονομαστείς | να παρονομαστείς | παρονομάσου | ||
γ' ενικ. | παρονομάστηκε | θα παρονομαστεί | να παρονομαστεί | |||
α' πληθ. | παρονομαστήκαμε | θα παρονομαστούμε | να παρονομαστούμε | |||
β' πληθ. | παρονομαστήκατε | θα παρονομαστείτε | να παρονομαστείτε | παρονομαστείτε | ||
γ' πληθ. | παρονομάστηκαν παρονομαστήκαν(ε) |
θα παρονομαστούν(ε) | να παρονομαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρονομαστεί | είχα παρονομαστεί | θα έχω παρονομαστεί | να έχω παρονομαστεί | παρονομασμένος | |
β' ενικ. | έχεις παρονομαστεί | είχες παρονομαστεί | θα έχεις παρονομαστεί | να έχεις παρονομαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρονομαστεί | είχε παρονομαστεί | θα έχει παρονομαστεί | να έχει παρονομαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρονομαστεί | είχαμε παρονομαστεί | θα έχουμε παρονομαστεί | να έχουμε παρονομαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρονομαστεί | είχατε παρονομαστεί | θα έχετε παρονομαστεί | να έχετε παρονομαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρονομαστεί | είχαν παρονομαστεί | θα έχουν παρονομαστεί | να έχουν παρονομαστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρονομάζομαι
|