παρορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρορώ < αρχαία ελληνική παροράω
Ρήμα[επεξεργασία]
παρορώ
- παραβλέπω, αδιαφορώ, περιφρονώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρορώ
|