πατεντάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατεντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική patentare + < patente < λατινική patens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος pateo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-

Ρήμα[επεξεργασία]

πατεντάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]