πατεντάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατεντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική patentare + -ω < patente < λατινική patens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος pateo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-
Ρήμα[επεξεργασία]
πατεντάρω
- αποκτώ το αποκλειστικό δικαίωμα εμπορικής υλοποίησης και χρήσης μιας εφεύρεσης
- ※ Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ομοφώνως ότι δεν μπορούν εταιρίες να πατεντάρουν μέρος του ανθρώπινου γονιδιώματος. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πατέντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)