παχάρνικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παχάρνικος αρσενικό
- (ιστορία) γραμματέας των Ελλήνων ηγεμόνων της Μολδαβίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παχάρνικος
|