περιγλύφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιγλύφω < ελληνιστική κοινή περιγλύφω < αρχαία ελληνική περί + γλύφω
Ρήμα[επεξεργασία]
περιγλύφω
- (αρχαιοπρεπές) διακοσμώ περιμετρικά μιας επιφάνειας με ανάγλυφα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- περίγλυφος
- → δείτε τις λέξεις περί και γλύφω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιγλύφω
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)