περιδινούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιδινούμαι < αρχαία ελληνική περιδινοῦμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
- κινούμαι σε σπειροειδή ή σε κυκλική τροχιά (συνήθως) μετακινούμενου νοητού δίσκου ή κυλίνδρου
- κινούμαι σε πολικό εξάγωνο λόγω του μεγέθους του πλανήτη, και των χαρακτηριστικών της ατμόσφαιρας