πηνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

πηνίζομαι

  1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι της σαϊτας, μασουρίζω
  2. ξετυλίγω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]