πιλαλήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πιλαλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιλαλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιλαλώ
  3. θα πιλαλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιλαλώ