πιλόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιλόω -ῶ > πῖλος
Ρήμα[επεξεργασία]
πιλόω συμπιέζω μαλλιά για κατασκευή υφάσματος
πιλόω συμπιέζω μαλλιά για κατασκευή υφάσματος