πλανέψετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πλανέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλανεύω
  2. θα πλανέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλανεύω