πλευμονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλευμονία < πλεύμων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλευμονία θηλυκό (και πνευμονία)