πολική αρκούδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πολική αρκούδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) είδος αρκούδας που ζει στην Αρκτική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολική αρκούδα