πολυγραφούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυγραφούμαι, παθητική φωνή του πολυγραφώ

Ρήμα[επεξεργασία]

πολυγραφούμαι

→ δείτε τη λέξη πολυγραφώ