πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πολυτεχνίτης, κι και ερημοσπίτης → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
- αυτός που κάνει πολλά επαγγέλματα χωρίς να γνωρίζει πουθενά την επιτυχία ή που εξαιτίας της πολυπραγμοσύνης του δεν έχει κατορθώσει να φτιάξει ένα σπιτικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
|