πορτμαντό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορτμαντό < γαλλική portemanteau < porte + manteau
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορτμαντό ουδέτερο άκλιτο
- έπιπλο για την τοποθέτηση παλτών ή άλλων ενδυμάτων (προσωρινά), που συνήθως βρίσκεται στο χολ ενός χώρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πορτμαντό