πορτμαντό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Παλαιό πορτμαντό με καθρέφτη και χώρο εναπόθεσης ομπρελών (κάτω, στις δυο πλευρές).

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορτμαντό < γαλλική portemanteau < porte +‎ manteau

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορτμαντό ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]