ποτζάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. ποτζάρω < μπότζ(ι) + -άρω
  2. ποτζάρω < βενετική bozzar < bozza

Ρήμα[επεξεργασία]

ποτζάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]