ππάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ππάλα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ππάλα < τουρκικά pala < ιταλική pala

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ππάλα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]