προβατάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

προβατάρη

  1. προβατάρης, στη γενική του ενικού
  2. προβατάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. προβατάρης, στην κλητική του ενικού