προβλεφθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προβλεφθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προβλέπομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προβλέπομαι
  3. θα προβλεφθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προβλέπομαι