προεξαγγέλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεξαγγέλλω < αρχαία ελληνική προεξαγγέλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
προεξαγγέλλω (παθητική φωνή: προεξαγγέλλομαι)
- (λόγιο) εξαγγέλλω / ανακοινώνω κάτι εκ των προτέρων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προεξαγγελία
- προεξαγγελμένος
- προεξαγγελτικός
- → δείτε τις λέξεις εξαγγέλλω, αγγέλλω και άγγελος
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεξαγγέλλω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προεξαγγέλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προεξαγγέλλω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προεξαγγέλλω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)