προκατασκευάσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προκατασκευάσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προκατασκευάζω
  2. θα προκατασκευάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προκατασκευάζω